- χανδάνω
- Α(επικ. τ.)1. χωρώ, περιλαμβάνω («ἕξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν [ὁ κρητήρ]», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. α) (για πρόσ.) περιορίζω («Ἥρη δ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον» — η Ήρα δεν μπορούσε να περιορίσει την οργή της στο στήθος, Ομ. Ιλ.)β) είμαι ικανός («κεκραξόμεσθά γ'ὁπόσον ἡ φάρυγξ ἡμῶν χανδάνῃ δι' ἡμέρας», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χανδάνω (< *χνδ-άνω), με ενεστ. επίθημα -άνω που δηλώνει το τέλος τής ενέργειας (πρβλ. μανθ-άνω, τυγχάνω), ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *ghnd- τής ΙΕ ρίζας *ghe(n)d- «πιάνω». Το αντίστοιχο λατ. *hendo (< ΙΕ τ. *ghend-o ή *ghnd-o), το οποίο απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. praehendo «πιάνω, αρπάζω»), εμφανίζει -e- τόσο στον ενεστ. όσο και στην υπόλοιπη κλίση του. Αντίθετα, το ελλ. ρ. εμφανίζει κατά την κλίση του διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες τής ρίζας (πρβλ. μέλλ. χείσομαι από την απαθή *χενδ-σομαι, αόρ. ἔχᾰδον από τη συνεσταλμένη *ε-χνδ-ον, παρακμ. κεχόνδει από την ετεροιωμένη). Στην ίδια ρίζα, τέλος, χωρίς έρρινο ἐνθημα -ν-, ανάγονται και τα: λατ. praeda «λεία, λάφυρα» (< *praehěda), γοτθ. bi-gitan «βρίσκω», αρχ. άνω γερμ. pi-gezzan «πετυχαίνω, αποκτώ», γερμ. vergessen «ξεχνώ», αγγλ. get «πιάνω, έχω»].
Dictionary of Greek. 2013.